μεμάντευμαι

μεμάντευμαι
μαντεύομαι
divine
perf ind mp 1st sg
μαντεύω
divine
perf ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετάλλατος — μετάλλατος, ον (Α) [μεταλλώ] (δωρ. τ. αντί μετάλλητος) αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”